μικρομετρία

μικρομετρία
η
1. μέτρηση αποστάσεων ή μεγεθών η οποία γίνεται με το μικρόμετρο
2. ο χειρισμός τού μικρομέτρου*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. micrometrie. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρομετρία ή στο μικρόμετρο 2. φρ. «μικρομετρικός κοχλίας» τεχνολ. κοχλίας με πολύ λεπτό και ακριβέστατο βήμα, ο οποίος αποτελεί κύριο μέρος τού μικρομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”